- οψίγονος
- -η, -ο (Α ὀψίγονος και ὀψάγονος, -ον)(για δόντι) αυτός που φύεται σε προχωρημένη ηλικία, ο φρονιμήτηςαρχ.1. ο γεννημένος μετέπειτα, ο μεταγενέστερος2. παιδί που γεννήθηκε όταν ο πατέρας του ήταν ήδη σε γεροντική ηλικία3. νεώτερος («οὺ δὲ παρ' ὀψιγόνου μάθε γεραρὰ φρονῶν», Αισχύλ.)4. νέος5. (για το ψάρι βελόνη) τελευταίος κατά την ωοτοκία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παλαί-γονος].
Dictionary of Greek. 2013.